- ἐπιτεκταίνομαι
- ἐπιτεκτ-αίνομαι,A devise against,
δόλον Opp.C.3.405
. [full] αντῆρες· οἱ παρασκευασταί, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δόλον Opp.C.3.405
. [full] αντῆρες· οἱ παρασκευασταί, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.